ἀστερίσκος

ἀστερίσκος
ἀστερ-ίσκος, , Dim. of ἀστήρ,
A little star, Call.Iamb.1.120, Hipparch.3.5.22 (pl.).
2 = ἀστερίσκιον, Eust. 424.5.
II asterisk, the mark <*> by which Gramm. distinguished fine passages in Mss., Id.599.34, etc.; also used as a metrical sign, Heph.Poëm.p.74C.
III = ἀστὴρ Ἀττικός, blue daisy, Thphr.HP 4.12.2, Ps.-Dsc.4.119.
IV capsule of the poppy, Dsc.4.64.
V small wheel with projections, Hero Aut.24.5.
VI a geometrical figure, Id.*Stereom.1.77.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀστερίσκος — little star masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστερίσκος — ο (AM ἀστερίσκος) [αστήρ] 1. μικρός αστέρας 2. σημείο των Γραμματικών της Αλεξάνδρειας που χαρακτηρίζει τα κείμενα που δεν παρουσιάζουν πρόβλημα γνησιότητας (αντίθετα με τον οβελό [*], που δηλώνει τα κείμενα που πρέπει να εξοβελιστούν ως νόθα).… …   Dictionary of Greek

  • αστερίσκος — ο 1. αστεράκι που μπαίνει σε μια λέξη του κειμένου στην πάνω δεξιά άκρη, για να παραπέμψει σε υποσημείωση ή άλλο συνθηματισμό. 2. λειτουργικό σκεύος αστεροειδές για συγκράτηση του καλύμματος του δίσκου μέσα στον οποίο βρίσκεται ο άγιος άρτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστερίσκοι — ἀστερίσκος little star masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστερίσκοις — ἀστερίσκος little star masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστερίσκον — ἀστερίσκος little star masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστερίσκου — ἀστερίσκος little star masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστερίσκους — ἀστερίσκος little star masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστερίσκων — ἀστερίσκος little star masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστερίσκῳ — ἀστερίσκος little star masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Asterisk — This article is about the typographical symbol. For other uses, see Asterisk (disambiguation). See also: * (disambiguation) * Asterisk …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”